- ὀλιγοπονία
- ὀλῐγο-πονία, ἡ,A sparingness in labour, idleness, Plb. 16.28.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ολιγοπονία — ὀλιγοπονία, ἡ (Α) [ολιγόπονος] νωθρότητα, οκνηρία («δικαίως ἄν τις τὴν μὲν Ἀττάλου... ὀλιγοπονίαν καταμέμψαιτο», Πολ.) … Dictionary of Greek
ὀλιγοπονίαν — ὀλιγοπονίᾱν , ὀλιγοπονία sparingness in labour fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)